- μολυβδ-
- μολυβδ-= μολιβδ- (слова на μολυβδ- имеют v. l. μολιβδ-)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιχαλυβώνω — και επιχαλυβδώνω καλύπτω σιδερένια επιφάνεια ή αντικείμενο με φύλλο από χάλυβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + χαλυβ(δ) ώνω (< χάλυψ). To δ αναλογικό προς το μολυβδ ώνω < μόλυβδος < θ. μολυβ + αρχαία κατάλ. δος κατά τά κίβ δος*, λύγ δος*. Στη… … Dictionary of Greek
ζαφείρινος — η, ο (Μ ζαφείρινος, ον) κατασκευασμένος από ζαφείρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαφείρι + κατάλ. ινος (πρβλ. μολύβδ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
ιμαλίς — ἱμαλίς, ἡ (Α) ως κύριο όν. ἡ Ἱμαλίς επίθ. τής Δήμητρας στις Συρακούσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμαλιά + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. μολυβδ ίς, τροφαλ ίς)] … Dictionary of Greek
μελίτταινα — και ποιητ. τ. μελίκταινα, ἡ (Α) το μελισσοβότανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα + κατάλ. αινα (πρβλ. μολύβδ αινα, φάλ αινα)] … Dictionary of Greek
μηλίτις — μηλῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) ονομασία ενός πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ῖτις (πρβλ. ανθρακ ίτις, μολυβδ ίτις)] … Dictionary of Greek
τρίαινα — η, ΝΜΑ μυθ. όπλο και σύμβολο τού Ποσειδώνος («ἐτάραξε δὲ πόντον χερσὶ τρίαιναν ἑλών» Ομ. Οδ.) νεοελλ. καμάκι με τρεις αιχμές για αλιεία μεγάλων ψαριών, το τρικράνι αρχ. 1. είδος περόνης με τρεις οδόντες 2. τριαινοειδές δόρυ 3. μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
χρυσάνθρωπος — ὁ, Μ (ως σύμβολο στην αλχ.) χρυσός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄνθρωπος (πρβλ. μολυβδ άνθρωπος)] … Dictionary of Greek